συοφόντης

συοφόντης
ό, θηλ. συοφόντις, -ιδος, Α
(μόνον το θηλ.) αυτή που φονεύει χοίρους («σὺν κυσὶ καὶ λόγχαις ταῑς πρὶν συοφόντισι», Ανθ. Παλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ' επίδραση τού τ. φόνος), πρβλ. παιδο-φόντης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συοφόντισι — συοφόντης swine slayer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”